- αὐτεπιτάκτης
- αὐτ-επιτάκτης, ου, ὁ,A one who rules absolutely, Pl.Plt.260e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτεπιτάκτης — αὐτεπιτάκτης, ο (Α) [επιτάσσω] αυτός που ασκεί απόλυτη εξουσία … Dictionary of Greek
αὐτεπιτακτῶν — αὐτεπιτάκτης one who rules absolutely masc gen pl αὐτεπιτακτής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)